- πλαϊνός
- η , ό1) боковой; 2) рядом лежащий, прилегающий, соседний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαϊνός — και πλαγινός, ή, ό, Ν [πλάι/ πλάγι] 1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνή ο γείτονας, ο ένοικος τού διπλανού σπιτιού … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
διπλανός — ή, ό [δίπλα] 1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός 2. το αρσ. ως ουσ. ο διπλανός γείτονας που κατοικεί δίπλα … Dictionary of Greek
κολλητός — ή, ό (AM κολλητός, ή, όν) [κολλώ] αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος νεοελλ. μσν. συνεχόμενος, πλαϊνός,… … Dictionary of Greek
παράπλευρος — η, ο αυτός που βρίσκεται παρά το πλευρό κάποιου, δίπλα του, πλαϊνός, διπλανός. επίρρ... παραπλεύρως και α δίπλα, στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλευρό. Το επίρρ. παραπλεύρως μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Χαλικιόπουλο] … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
πλαγινός — ή, ό, Ν βλ. πλαϊνός … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
πάροδος — η 1. δρόμος μικρός που βγαίνει σε μεγαλύτερο, παρακλάδι του κύριου δρόμου: Η κεντρική οδός έχει πολλές παρόδους. 2. πέρασμα, παρέλευση: Με την πάροδο του χρόνου το συνηθίσαμε το κλίμα. 3. πλαϊνός δρόμος του αρχαίου θεάτρου που οδηγούσε στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράπλευρος — η, ο πλαϊνός, συνεχόμενος, διπλανός, κολλητός, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό: Η γύρω γύρω επιφάνεια του κυλίνδρου λέγεται παράπλευρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραστάδα — παραστάδα, η και παραστάτης, ο το πλαϊνό δοκάρι ή ο πλαϊνός τοίχος του ανοίγματος της πόρτας, αλλιώς μόστρο ή πιλάστρι: Ακούμπησε στην παραστάδα της πόρτας και κοίταξε στο δωμάτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)